Αύξηση του ορίου απαλλαγής από το ΦΠΑ: Μια εκκρεμότητα του Υπουργείου Οικονομικών προς τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Στο ισχύον άρθρο 44Α του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 5144/2024), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 227 Ν. 5222/2025, προβλέπεται ότι «Δύνανται να απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου υποκείμενοι, οι οποίοι, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, πραγματοποίησαν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2, χωρίς τον ΦΠΑ, αξίας μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ….». Παρόλο που είχαν υπάρξει στον τύπο διαρροές του Υπουργείου Οικονομικών ότι το όριο των 10.000 € θα αυξανόταν, σε συμφωνία με τη συνολική εξέλιξη της οικονομίας, αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν και το όριο διατηρήθηκε ως είχε. Και έκτοτε διαρρέεται ότι θα παραμείνει ως έχει, δε θα αυξηθεί.
Η ως άνω επιλογή του Υπουργείου να διατηρήσει το όριο ως έχει, έρχεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση κατηγορείται από τους διάφορους κλάδους των ελεύθερων επαγγελματιών ότι ασκεί εχθρική πολιτική για αυτούς. Ενδεικτικά, τέτοιες επιθέσεις έχουν υπάρξει για το τεκμαρτό σύστημα φορολόγησης, για την διατήρηση της προκαταβολής φόρου και για την ετήσια αναπροσαρμογή (στην πράξη αύξηση) των ασφαλιστικών εισφορών.
Καταρχήν, ορισμένες επισημάνσεις για την απαλλαγή από το ΦΠΑ. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες με κύκλο εργασιών μικρότερο των 10.000 € δύνανται, εφόσον τηρήσουν την προβλεπόμενη διαδικασία, να απαλλαγούν της υποχρέωσης είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ από πελάτες, καθώς και των διοικητικών επιβαρύνσεων που αυτές συνεπάγονται.Ενδεικτικά:
1) Δικηγόρος χωρίς απαλλαγή, εκδίδει ΑΠΥ με ποσό αμοιβής 500 €. Υπολογίζει και εισπράττει τον αναλογούντα ΦΠΑ, που ανέρχεται σε 120 € (24%). Συνεπώς θα τιμολογήσει και θα εισπράξει συνολικά620,00 €. Εν συνεχεία, η συγκεκριμένη ΑΠΥ πρέπει να συμπεριληφθεί στη δήλωση ΦΠΑ που υποβάλλεται(αναλόγως του χρόνου έναρξης εργασιών) είτε ανά τρίμηνο είτε ανά μήνα. Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί δήλωση ή υποβληθεί εκπρόθεσμα ή υποβληθεί ανακριβής δήλωση, επιβάλλεται πρόστιμο. Το ποσό του ΦΠΑ οφείλει να το αποδώσει στην ΑΑΔΕ, εκτός αν καλυφθεί (ολικώς ή μερικώς) από το ΦΠΑ των δαπανών που θα δηλωθούν και εκπίπτουν.Η παράλειψη καταβολής και η εκπρόθεσμη καταβολή επάγονται περαιτέρω κυρώσεις.
2) Δικηγόρος με απαλλαγή, εκδίδει ΑΠΥ με ποσό αμοιβής 500 €. Δε θα υπολογίσει ούτε θα εισπράξει τον αναλογούντα ΦΠΑ. Θα τιμολογήσει και θα εισπράξει 500,00 €. Δε θα προβεί σε δήλωση ΦΠΑ, συνεπώς δεν υπόκειται στο σχετικό κίνδυνο προστίμου ή άλλων κυρώσεων (για παράλειψη δήλωσης ή εκπρόθεσμη δήλωση κοκ). Ομοίως, δεν υπόκειται στον κίνδυνο περαιτέρω κυρώσεων για την καταβολή του φόρου.
Το βασικότερο πλεονέκτημα του καθεστώτος απαλλαγής ΦΠΑ κατά τη γνώμη του γράφοντος έγκειται στην απαλλαγή από το γραφειοκρατικό βάρος της υποβολής δηλώσεων ΦΠΑ, και κατ’ επέκταση από τον κίνδυνο προστίμων και λοιπών κυρώσεων που συνεπάγεται η πλημμελής τήρηση των υποχρεώσεων αυτών. Ειδικά για δικηγόρους που έχουν προβεί σε έναρξη εργασιών από την 01.01.2024 και εντεύθεν, και υποβάλλουν δήλωση ΦΠΑ ανά μήνα και όχι ανά τρίμηνο, το διοικητικό βάρος και το λογιστικό κόστος είναι μεγάλο. Υφίσταται επίσης ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθότι χωρίς την επιβάρυνση με ΦΠΑ μπορεί να προσφέρεται η υπηρεσία με χαμηλότερο κόστος. Αυτό συνιστά κίνητρο για τους εντολείς να επιλέξουν ένα νέο δικηγόρο που δικαιούται απαλλαγής σε σχέση με κάποιον που δεν δικαιούται.
Το όριο των 10.000 € στον κύκλο εργασιών, για την κρίσητης επιχείρησης ως μικρής, τέθηκε το 2018 με την παρ. 2 άρθρου 111 Ν. 4549/2018. Μέχρι τότε το όριο δεν αποτελούσε σταθερό ποσό, αλλά ένας συνδυασμός μεταβλητών αξιών. Καθορίστηκε δε το ποσό αυτό με κριτήριο τα έσοδα που έπρεπε να έχει μια επιχείρηση ώστε, σε συνδυασμό με το σύνηθες ύψος των εξόδων, να έχει ένα περιορισμένο κέρδος.
Έχουν έκτοτε παρέλθει 7 χρόνια. Μεσολάβησαν διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, που σημαίνουν υψηλότερο τζίρο στην αγορά, αλλά και υψηλότερη δαπάνη μισθοδοσίας. Μεσολάβησαν διαδοχικές χρονιές με υψηλό πληθωρισμό, που σημαίνει αυξημένες τιμές και μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, αλλά και αυξημένο κόστος λειτουργίας. Μεσολάβησε η θεσμοθέτηση ενός τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης, που κεντρική λογική έχει ότι δε μπορεί ο ελεύθερος επαγγελματίας να έχει φορολογητέο εισόδημα χαμηλότερο του μισθωτού που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.
Κοινώς, μεσολάβησαν σημαντικές εξελίξεις που έχουν ως κοινό σημείο την αύξηση του συνολικού κόστους λειτουργίας μιας επιχείρησης, και κατ’ επέκταση την ανάγκη αύξησης και του προσδοκώμενου κύκλου εργασιών για να μπορεί να ανταποκριθεί. Το 2018, όταν και τέθηκε το όριο των 10.000 €, παράγοντες όπως το κόστος ενοικίασης και συντήρησης επαγγελματικού χώρου, το ενεργειακό κόστος, το κόστος μισθοδοσίας, ακόμα και το κόστος βασικών αγαθών και υπηρεσιών, ήταν κατά πολύ χαμηλότερα εν σχέσει με σήμερα. Οι παράγοντες αυτοί λήφθηκαν υπόψη τότε για τον καθορισμό του κύκλου εργασιών που πρέπει να έχει μια επιχείρηση για να ανταποκρίνεται στα κόστη, και πρέπει να ληφθούν υπόψη και τώρα και να οδηγήσουν σε αύξηση του ορίου του κύκλου εργασιών, ακολουθώντας τη γενικότερη πορεία της οικονομίας.
Πέραν ωστόσο της σύγκρισης του 2018 με το 2025 ως προς τα οικονομικά δεδομένα, υπάρχει το αντικειμενικό δεδομένο ότι το ισχύον όριο των 10.000 € ετησίως είναι εξαιρετικά χαμηλό. Σημαίνει περίπου 833 € μηνιαίως, όταν ο ισχύων κατώτατος μισθός αντιστοιχεί σε 880 € μικτά. Δηλαδή, όποιος ελεύθερος επαγγελματίας έχει κύκλο εργασιών ίσο με τον κατώτατο μισθό, δεν δικαιούται απαλλαγής. Κύκλο εργασιών, όχι καθαρό κέρδος πουπροφανώς είναι μικρότερο. Δηλαδή ένας δικηγόρος που κερδίζει λιγότερα από τον κατώτατο μισθό θεωρείται πως έχει μια επιχείρηση «όχι μικρή», και πρέπει να επωμίζεται κανονικά το διοικητικό και οικονομικό κόστος της υπαγωγής στο ΦΠΑ.
Η αντίφαση των ανωτέρω δεδομένων επιτείνεται ακόμα περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι, βάσει του ισχύοντος συστήματος τεκμαρτής φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, έχει ουσιαστικά γίνει μια επίσημη παραδοχή από το κράτος ότι δε νοείται ο ελεύθερος επαγγελματίας να εισπράττει λιγότερα από τον κατώτατο μισθό. Με την ισχύουσα δηλαδή φορολογική νομοθεσία, το κράτος από τη μια πλευρά θεωρεί δεδομένο ότι κανείς ελεύθερος επαγγελματίας δεν κερδίζει λιγότερα από τον κατώτατο μισθό, και ταυτόχρονα θέτει ένα όριο για την υπαγωγή στο ΦΠΑ που είναι κατώτερο από τον κατώτατο μισθό. Υπονοώντας ότι το σύνολο των ελεύθερων επαγγελματιών πρέπει να μην τυγχάνουν απαλλαγής από το ΦΠΑ, αφού κανείς δε νοείται (βάσει του τεκμαρτού συστήματος) να έχει όντως τέτοιο εισόδημα!
Παραλλήλως, πρέπει να σημειωθεί ότι υφίσταται μεγάλος αριθμός δικηγόρων που βρίσκονται σε καθεστώς παγίας αντιμισθίας, και τιμολογούν κάθε μήνα ένα σταθερό ποσόστον εργοδότη τους. Για τα πρόσωπα αυτά είναι αντικειμενικά αδύνατο να μην ξεπεραστεί το όριο για την απαλλαγή από ΦΠΑ, και επιβαρύνονται έτσι με τις διοικητικές υποχρεώσεις του ΦΠΑ όχι για εισόδημα προερχόμενο από επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά για εισόδημα που για άλλα ζητήματα (π.χ φόρος εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές) εξομοιώνεται με μισθό.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προξενεί τουλάχιστον αρνητική εντύπωση η επιλογή του Υπουργείου να διατηρήσει στο ίδιο επίπεδο το όριο για την απαλλαγή από το ΦΠΑ. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση, ορμώμενη από τα θετικά οικονομικά δεδομένα, προβαίνει σε οικονομικές κινήσεις με σκοπό τη διάχυση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων στην πραγματική οικονομία. Παρόλο που οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν, το Υπουργείο δεν επέλεξε να προβεί στην αύξηση του ορίου, μια κίνηση που θα έδινε μεγάλη ανάσα σε χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες, που θα μπορούσαν να υπαχθούν στο καθεστώς απαλλαγής, και ταυτόχρονα θα είχε θετικό οικονομικό αποτύπωμα και για την υπόλοιπη κοινωνία, μέσω της μείωσης του κόστους αγαθών και υπηρεσιών.
Εν κατακλείδι, παρόλο που η κυβέρνηση αντικειμενικά αντιμετωπίζει δυσαρέσκεια από τους ελεύθερους επαγγελματίες, φαίνεται ότι στο οικονομικό πακέτο των επομένων μηνών δε θα υπάρξει καμία στοχευμένη κίνηση για αυτούς από το Υπουργείο Οικονομικών, και θα δοθεί για άλλη μια φορά προτεραιότητα σε άλλες κοινωνικές ομάδες. Άποψή μου είναι ότι, έστω και την τελευταία στιγμή, το Υπουργείο πρέπει να αναθεωρήσει. Και η νομοθέτηση της επέκτασης του ορίου απαλλαγής από το ΦΠΑ από το αφύσικα χαμηλό ποσό των 10.000 € σε σημαντικά υψηλότερο ποσό είναι η πλέον κατάλληλη κίνηση, που μπορεί να ενισχύσει ταυτοχρόνως τους ελεύθερους επαγγελματίες οριζοντίως, και να οδηγήσει και σε συνολικό όφελος για την οικονομία.

